κεκράκτης — bawler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκται — κεκράκτης bawler masc nom/voc pl κεκράκτᾱͅ , κεκράκτης bawler masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτην — κεκράκτης bawler masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτας — κεκράκτᾱς , κεκράκτης bawler masc acc pl κεκράκτᾱς , κεκράκτης bawler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκραξ — κέκραξ, αγος, ὁ (Α) άλλος τ. του κεκράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ κραγ α)] … Dictionary of Greek
κατακεκράκτης — κατακεκράκτης, ὁ (Α) αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. τού κράζω)] … Dictionary of Greek
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* … Dictionary of Greek